ίπαρ

ίπαρ
ἴπαρ, τὸ (Α)
αιολ. τ. αντί ύπαρ*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ύπαρ — και αιολ. τ. ἴπαρ, αρος, τὸ, Α (συν. άκλ.) 1. οπτασία, όραμα που βλέπει κανείς ξύπνιος, σε κατάσταση εγρήγορσης, σε αντιδιαστολή προς το ὄναρ («ἵνα ὕπαρ ἀντ ὀνείρατος ἡμῑν γίγνηται», Πλάτ.) 2. (ως επίρρ.) α) σε κατάσταση εγρήγορσης β) πράγματι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”